- υποκόλπιος
- -ον, ΜΑαυτός που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ' ὑποκόλπιον ἄλλην;», Ανθ. Παλ.)αρχ.1. αυτός που είναι κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά ή κάτω από τη ζώνη κάποιου (α. «βιβλίδιον... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», Ανθ. Παλ.β. «παίουσι πληγαῑς κατακαρδίαις ξίφεσιν, οἷς ἐπεφέροντο ὑποκολπίοις», Ηρωδιαν.)2. αυτός που βρίσκεται στην κοιλιά, δηλαδή στη μήτρα, τής μητέρας του3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποκόλπιον τοῡ χώρουτῆς στάσεως χῶραι αἱ ἄτιμοι».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κόλπος (Ι) + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐγ-κόλπ-ιος)].
Dictionary of Greek. 2013.